χρεωκοπίδης

χρεωκοπίδης
χρεωκοπ-ίδης, ου, ,
A one who cancels his debts, an insolvent: esp. said of those friends of Solon at Athens, who took advantage of his σεισάχθεια, Plu.Sol.15 [suff] χρεωκόπ-ος (parox.), , = creditor, decoctor, Gloss. ([etym.] χρεο-).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρεωκοπίδης — ὁ, Α (στην Αθήνα) (κυρίως ως προσωνυμία φίλων τού Σόλωνος οι οποίοι είχαν επωφεληθεί από το νομοθετικό μέτρο τής σεισάχθειας) αυτός που διαγράφει τα χρέη του χωρίς να τά έχει πληρώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρεωκόπος + κατάλ. ίδης* τών πατρωνυμικών] …   Dictionary of Greek

  • Κλεινίας — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Φίλος του Σόλωνα (7ος 6ος αι. π.Χ.). Επονομάστηκε Χρεωκοπίδης, γιατί πλούτισε από τη σεισάχθεια, την οποία είχε πληροφορηθεί πριν γίνει γνωστή στον λαό. Ο Αριστοτέλης αποκρούει την εκδοχή αυτή, καθώς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”